παρκάλισις: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6_2) |
(31) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρκάλισις''': [[καλίνδησις]], [[κυλίνδησις]], [[κύλισμα]], παρκαλίσιος τῶν λίθων ἐπὶ λιμένι, μετακομίσεως τῶν λίθων εἰς τὸν λιμένα διὰ κυλίσεως, Ἐπιγραφ. Ἐπιδαύρου Καββαδ. 242, 27, καὶ ἑξ, καὶ 42. | |lstext='''παρκάλισις''': [[καλίνδησις]], [[κυλίνδησις]], [[κύλισμα]], παρκαλίσιος τῶν λίθων ἐπὶ λιμένι, μετακομίσεως τῶν λίθων εἰς τὸν λιμένα διὰ κυλίσεως, Ἐπιγραφ. Ἐπιδαύρου Καββαδ. 242, 27, καὶ ἑξ, καὶ 42. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />η [[μεταφορά]], η [[μετακόμιση]] αντικειμένων με τη [[βοήθεια]] κυλίνδρων ή τροχών, το [[κύλισμα]], η [[κυλίνδηση]], αλλ. [[διακάλισις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πάρ</i>, συγκεκομμένος τ. της πρόθεσης [[παρά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάλισις πιθ</i>. <span style="color: red;"><</span> θ. αορ. <i>δια</i>-<i>καλίσαι</i> που συνδέεται με το ρ. <i>καλινδοῦμαι</i> «περιστρέφομαι, κυλίομαι» (<b>πρβλ.</b> <i>δια</i>-<i>κάλισις</i>, <i>εσ</i>-<i>κάλισις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, either
A unpacking from a wooden crate or transport by rollers, IG42(1).103.46,63 (Epid.) ; cf. διακάλισις, ἐσκάλισις.
Greek (Liddell-Scott)
παρκάλισις: καλίνδησις, κυλίνδησις, κύλισμα, παρκαλίσιος τῶν λίθων ἐπὶ λιμένι, μετακομίσεως τῶν λίθων εἰς τὸν λιμένα διὰ κυλίσεως, Ἐπιγραφ. Ἐπιδαύρου Καββαδ. 242, 27, καὶ ἑξ, καὶ 42.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η μεταφορά, η μετακόμιση αντικειμένων με τη βοήθεια κυλίνδρων ή τροχών, το κύλισμα, η κυλίνδηση, αλλ. διακάλισις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρ, συγκεκομμένος τ. της πρόθεσης παρά + -κάλισις πιθ. < θ. αορ. δια-καλίσαι που συνδέεται με το ρ. καλινδοῦμαι «περιστρέφομαι, κυλίομαι» (πρβλ. δια-κάλισις, εσ-κάλισις)].