πεντακόρυφος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(6_17)
 
(31)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντακόρυφος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] [[κορυφάς]], τοῦ πεντακορύφου σώματος τῆς ἐκκλησίας Θ. Στουδ. 385Α, 461D, περὶ τῶν [[πέντε]] ἀρχιεπισκόπων, Ρώμης, Κων/πόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων.
|lstext='''πεντακόρυφος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] [[κορυφάς]], τοῦ πεντακορύφου σώματος τῆς ἐκκλησίας Θ. Στουδ. 385Α, 461D, περὶ τῶν [[πέντε]] ἀρχιεπισκόπων, Ρώμης, Κων/πόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων.
}}
{{grml
|mltxt=και πεντάκορφος, -η, -ο / [[πεντακόρυφος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που έχει [[πέντε]] κορυφές<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τοῡ πεντακορύφου σώματος της ἐκκλησίας»<br /><b>μτφ.</b> οι [[πέντε]] αρχιεπίσκοποι, δηλ. οι πατριάρχες Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κορυφή]] / [[κορφή]]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πεντακόρυφος: -ον, ὁ ἔχων πέντε κορυφάς, τοῦ πεντακορύφου σώματος τῆς ἐκκλησίας Θ. Στουδ. 385Α, 461D, περὶ τῶν πέντε ἀρχιεπισκόπων, Ρώμης, Κων/πόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων.

Greek Monolingual

και πεντάκορφος, -η, -ο / πεντακόρυφος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει πέντε κορυφές
μσν.
φρ. «τοῡ πεντακορύφου σώματος της ἐκκλησίας»
μτφ. οι πέντε αρχιεπίσκοποι, δηλ. οι πατριάρχες Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιεροσολύμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + κορυφή / κορφή].