πεντόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(6_17)
 
(31)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] ὀφθαλμούς, Ψευδο-Καλλισθ. Β, 37.
|lstext='''πεντόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] ὀφθαλμούς, Ψευδο-Καλλισθ. Β, 37.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πέντε]] οφθαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντ</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πεντόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πέντε ὀφθαλμούς, Ψευδο-Καλλισθ. Β, 37.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πέντε οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ὀφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος)].