πεντόφθαλμος

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek (Liddell-Scott)

πεντόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πέντε ὀφθαλμούς, Ψευδο-Καλλισθ. Β, 37.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πέντε οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ὀφθαλμός (πρβλ. μονόφθαλμος)].