περίγελως: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_23)
 
(32)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίγελως''': -ωτος, ὁ, ὁ χρησιμεύων ὡς [[αἰτία]] γέλωτος, Ψευδο-Ἰάκωβ. 9. 2.
|lstext='''περίγελως''': -ωτος, ὁ, ὁ χρησιμεύων ὡς [[αἰτία]] γέλωτος, Ψευδο-Ἰάκωβ. 9. 2.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[περίγελος]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

περίγελως: -ωτος, ὁ, ὁ χρησιμεύων ὡς αἰτία γέλωτος, Ψευδο-Ἰάκωβ. 9. 2.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
βλ. περίγελος.