περιφρονητικός: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(6_11)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιφρονητικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀγαπῶν νὰ περιφρονῇ, περιφρονητικοὺς τῶν ὁρωμένων Εὐνάπ. 46, 21, Εὐστ. Πονημάτ. 319, 1. ― Ἐπίρρ., περιφρονητικῶς Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 305, 1.
|lstext='''περιφρονητικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀγαπῶν νὰ περιφρονῇ, περιφρονητικοὺς τῶν ὁρωμένων Εὐνάπ. 46, 21, Εὐστ. Πονημάτ. 319, 1. ― Ἐπίρρ., περιφρονητικῶς Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 305, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[περιφρονητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[περιφρονητής]]<br />αυτός που εκφράζει [[περιφρόνηση]], που γίνεται για να δείξει [[περιφρόνηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιφρονητικῶς</i> ΝΜΑ και <i>περιφρονητικά</i> Ν<br />με [[περιφρόνηση]], με τρόπο που δείχνει [[περιφρόνηση]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφρονητικός Medium diacritics: περιφρονητικός Low diacritics: περιφρονητικός Capitals: ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periphronētikós Transliteration B: periphronētikos Transliteration C: perifronitikos Beta Code: perifronhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A contemptuous, c. gen., Eun.Hist.p.233 D.

Greek (Liddell-Scott)

περιφρονητικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀγαπῶν νὰ περιφρονῇ, περιφρονητικοὺς τῶν ὁρωμένων Εὐνάπ. 46, 21, Εὐστ. Πονημάτ. 319, 1. ― Ἐπίρρ., περιφρονητικῶς Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 305, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιφρονητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περιφρονητής
αυτός που εκφράζει περιφρόνηση, που γίνεται για να δείξει περιφρόνηση.
επίρρ...
περιφρονητικῶς ΝΜΑ και περιφρονητικά Ν
με περιφρόνηση, με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση.