πηχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_14)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηχίζω''': μετρῶ διὰ τοῦ πήχεως, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.· ― πήχισμα, τό, [[μέτρον]], πήχεως, [[αὐτόθι]] 4 περὶ Ἀγμ.· πηχισμός, οῦ, ὁ. Ἐκκλ.· πηχίσκος, ὁ, Σουΐδ.
|lstext='''πηχίζω''': μετρῶ διὰ τοῦ πήχεως, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.· ― πήχισμα, τό, [[μέτρον]], πήχεως, [[αὐτόθι]] 4 περὶ Ἀγμ.· πηχισμός, οῦ, ὁ. Ἐκκλ.· πηχίσκος, ὁ, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πήχυς]]<br />[[μετρώ]] με τον πήχυ («[[πήχισμα]] πεπηχισμένον», ΠΔ).
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηχίζω Medium diacritics: πηχίζω Low diacritics: πηχίζω Capitals: ΠΗΧΙΖΩ
Transliteration A: pēchízō Transliteration B: pēchizō Transliteration C: pichizo Beta Code: phxi/zw

English (LSJ)

   A measure by the cubit, Sm., Al.Ez.43.13, Supp.Epigr.6.636 (Termessus Major).

Greek (Liddell-Scott)

πηχίζω: μετρῶ διὰ τοῦ πήχεως, Σύμμαχ. ἐν Παλ. Διαθ.· ― πήχισμα, τό, μέτρον, πήχεως, αὐτόθι 4 περὶ Ἀγμ.· πηχισμός, οῦ, ὁ. Ἐκκλ.· πηχίσκος, ὁ, Σουΐδ.

Greek Monolingual

Α
πήχυς
μετρώ με τον πήχυ («πήχισμα πεπηχισμένον», ΠΔ).