πληρούντως: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πληρούντως''': ἐπίρρ., ἐντελῶς, ἀκριβῶς, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 94.
|lstext='''πληρούντως''': ἐπίρρ., ἐντελῶς, ἀκριβῶς, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 94.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> εντελώς, καθ' ολοκληρίαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πληρῶν</i>, -<i>οῦντος</i>, μτχ. του <i>πληρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληρούντως Medium diacritics: πληρούντως Low diacritics: πληρούντως Capitals: ΠΛΗΡΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: plēroúntōs Transliteration B: plērountōs Transliteration C: pliroyntos Beta Code: plhrou/ntws

English (LSJ)

Adv.

   A completely, exactly, Nicom.Ar.1.18.

German (Pape)

[Seite 634] adv. part. praes. von πληρόω, ausfüllend, Nicom. arithm. 1, 18 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πληρούντως: ἐπίρρ., ἐντελῶς, ἀκριβῶς, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 94.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. εντελώς, καθ' ολοκληρίαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληρῶν, -οῦντος, μτχ. του πληρῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].