πολλότης: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(6_12)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολλότης''': -ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρ. οὐσιαστ. τοῦ [[πολύς]], Δαμασκ. ἐν Wolf. Anecd. 3. 228.
|lstext='''πολλότης''': -ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρ. οὐσιαστ. τοῦ [[πολύς]], Δαμασκ. ἐν Wolf. Anecd. 3. 228.
}}
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, Α<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] πολύ, [[πληθύς]], [[πληθώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πολλο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πολύς]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλότης Medium diacritics: πολλότης Low diacritics: πολλότης Capitals: ΠΟΛΛΟΤΗΣ
Transliteration A: pollótēs Transliteration B: pollotēs Transliteration C: pollotis Beta Code: pollo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A plurality, Dam.Pr.55.

Greek (Liddell-Scott)

πολλότης: -ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρ. οὐσιαστ. τοῦ πολύς, Δαμασκ. ἐν Wolf. Anecd. 3. 228.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α
το να είναι κάτι πολύ, πληθύς, πληθώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο- (βλ. λ. πολύς) + κατάλ. -της].