πολυγλωσσία: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(6_9)
 
(33)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυγλωσσία''': ἡ, [[ποικιλία]] γλωσσῶν, Κύριλλ. Ἀλ. Π. 80Β, κλπ.
|lstext='''πολυγλωσσία''': ἡ, [[ποικιλία]] γλωσσῶν, Κύριλλ. Ἀλ. Π. 80Β, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> ύπαρξη και [[χρήση]] πολλών γλωσσών<br /><b>2.</b> η [[γνώση]] πολλών γλωσσών<br /><b>3.</b> το να μιλά και να γράφει [[κανείς]] πολλές γλώσσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολύγλωσσος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό [[Ερμής]] οΛόγιος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πολυγλωσσία: ἡ, ποικιλία γλωσσῶν, Κύριλλ. Ἀλ. Π. 80Β, κλπ.

Greek Monolingual

η, Ν
1. ύπαρξη και χρήση πολλών γλωσσών
2. η γνώση πολλών γλωσσών
3. το να μιλά και να γράφει κανείς πολλές γλώσσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύγλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].