πολύγραμμος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
(6_15) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύγραμμος''': -ον, (γραμμὴ) ὁ διὰ πολλῶν γραμμῶν σεσημειωμένος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 282. | |lstext='''πολύγραμμος''': -ον, (γραμμὴ) ὁ διὰ πολλῶν γραμμῶν σεσημειωμένος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 282. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύγραμμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[σημειωμένος]] με πολλές γραμμές<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από πολλές γραμμές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]), <b>πρβλ.</b> [[ευθύ]]-<i>γραμμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (γραμμή)
A marked with many stripes, Arist.Fr.298.
German (Pape)
[Seite 661] mit oder von vielen Linien, Streifen, Arist. H. A. 9, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πολύγραμμος: -ον, (γραμμὴ) ὁ διὰ πολλῶν γραμμῶν σεσημειωμένος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 282.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύγραμμος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που είναι σημειωμένος με πολλές γραμμές
2. αυτός που αποτελείται από πολλές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος].