πολύρραβδος: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(6_17)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύρραβδος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ῥαβδώσεις, σειράς, ἀραδωτός, περὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278.
|lstext='''πολύρραβδος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ῥαβδώσεις, σειράς, ἀραδωτός, περὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(συν. για ψάρια) αυτός που έχει πολλές ραβδώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥάβδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>παχύ</i>-<i>ρραβδος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρραβδος Medium diacritics: πολύρραβδος Low diacritics: πολύρραβδος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΑΒΔΟΣ
Transliteration A: polýrrabdos Transliteration B: polyrrabdos Transliteration C: polyrravdos Beta Code: polu/rrabdos

English (LSJ)

ον,

   A with many stripes, Arist.Fr.294.

Greek (Liddell-Scott)

πολύρραβδος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ῥαβδώσεις, σειράς, ἀραδωτός, περὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278.

Greek Monolingual

-ον, Α
(συν. για ψάρια) αυτός που έχει πολλές ραβδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥάβδος (πρβλ. παχύ-ρραβδος)].