προβατόνους: Difference between revisions

From LSJ

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
(6_19)
(34)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''προβᾰτόνους''': ουν, ὁ ἔχων νοῦν προβάτου, ἄνθρωπον χοιρώδη, προβατόνουν Κ. Μανασσ. Χρον. 6150.
|lstext='''προβᾰτόνους''': ουν, ὁ ἔχων νοῦν προβάτου, ἄνθρωπον χοιρώδη, προβατόνουν Κ. Μανασσ. Χρον. 6150.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Μ<br />αυτός που έχει [[μυαλό]] προβάτου, [[ευήθης]], [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> [[νοῦς]].
}}
}}

Latest revision as of 12:21, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 711] mit Schafes-, Lammessinne, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτόνους: ουν, ὁ ἔχων νοῦν προβάτου, ἄνθρωπον χοιρώδη, προβατόνουν Κ. Μανασσ. Χρον. 6150.

Greek Monolingual

-ουν, Μ
αυτός που έχει μυαλό προβάτου, ευήθης, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + νοῦς.