προκαταπαύω: Difference between revisions
From LSJ
μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε → call no man happy until he dies, call no man happy till he dies, it ain't over till the fat lady sings, the opera ain't over till the fat lady sings, count no man happy until he is dead, it's not over till it's over, count no man blessed before his end
(6_2) |
(34) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκαταπαύω''': [[καταπαύω]], πρότερον, οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος Λιβάν. 1. 554. | |lstext='''προκαταπαύω''': [[καταπαύω]], πρότερον, οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος Λιβάν. 1. 554. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[καταπαύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] να σταματήσει [[κάτι]] εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῡ φρονήματος», Λιβάν.)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[σταματώ]] [[προτού]] να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῡ συμμέτρου», <b>Γαλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A cause to cease before, τινος from . ., Lib.Or.18.99; but π. [τινὰ] ροῦ συμμέτρου before the moderate amount, Gal.6.286.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταπαύω: καταπαύω, πρότερον, οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος Λιβάν. 1. 554.
Greek Monolingual
Α καταπαύω
1. κάνω να σταματήσει κάτι εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῡ φρονήματος», Λιβάν.)
2. καταπαύω, σταματώ προτού να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῡ συμμέτρου», Γαλ.).