προπρό: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_23)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προπρό''': κατ’ ἐπίτασιν ἀντὶ πρό, Πρόθ., [[μετὰ]] γεν., προπρὸ δ’ ἄρ’ ὀφθαλμῶν ἔτι οἱ ἰνδάλλετο πάντα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 453. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς, προπρὸ δ’ ἀφειδήσασα, [[ὅλως]] μὴ πολυπραγμονήσασα, [[αὐτόθι]] 1013., 4. 1235· πρβλ. Heyne εἰς Χ. 221. ― Συνηθέστερον ἐν συνθέτοις, ἴδε κατωτ.
|lstext='''προπρό''': κατ’ ἐπίτασιν ἀντὶ πρό, Πρόθ., [[μετὰ]] γεν., προπρὸ δ’ ἄρ’ ὀφθαλμῶν ἔτι οἱ ἰνδάλλετο πάντα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 453. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς, προπρὸ δ’ ἀφειδήσασα, [[ὅλως]] μὴ πολυπραγμονήσασα, [[αὐτόθι]] 1013., 4. 1235· πρβλ. Heyne εἰς Χ. 221. ― Συνηθέστερον ἐν συνθέτοις, ἴδε κατωτ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ως [[πρόθεση]]) επιτεταμένος τ. του <i>προ</i><br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) ολοσχερώς, εντελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πρό</i> (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>πρό</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπρό Medium diacritics: προπρό Low diacritics: προπρό Capitals: ΠΡΟΠΡΟ
Transliteration A: propró Transliteration B: propro Transliteration C: propro Beta Code: propro/

English (LSJ)

strengthd. for πρό, Prep. with gen.,

   A before, A.R.3.453.    II Adv. on and on, thoroughly, ib.1013,4.1235, Euph.94. More freq. in compds., v. infr.

German (Pape)

[Seite 741] das verstärkte πρό; als praepos. mit dem gen., An. Rh. 3, 453; – als adv., fort und fort, durchaus, Ap. Rh. 3, 1013; – häufiger in Zusammensetzungen. vgl. Schaef. ad D. Hal. de C. V. p. 188.

Greek (Liddell-Scott)

προπρό: κατ’ ἐπίτασιν ἀντὶ πρό, Πρόθ., μετὰ γεν., προπρὸ δ’ ἄρ’ ὀφθαλμῶν ἔτι οἱ ἰνδάλλετο πάντα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 453. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς, προπρὸ δ’ ἀφειδήσασα, ὅλως μὴ πολυπραγμονήσασα, αὐτόθι 1013., 4. 1235· πρβλ. Heyne εἰς Χ. 221. ― Συνηθέστερον ἐν συνθέτοις, ἴδε κατωτ.

Greek Monolingual

Α
1. ως πρόθεση) επιτεταμένος τ. του προ
2. (ως επίρρ.) ολοσχερώς, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πρό (πρβλ. περι-πρό)].