προσηρμοσμένως: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(6_5)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσηρμοσμένως''': ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.
|lstext='''προσηρμοσμένως''': ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με τρόπο που αρμόζει, [[καθώς]] [[πρέπει]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσηρμοσμένος</i>, μτχ. μέσου παρακμ. του [[προσαρμόζω]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηρμοσμένως Medium diacritics: προσηρμοσμένως Low diacritics: προσηρμοσμένως Capitals: ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: prosērmosménōs Transliteration B: prosērmosmenōs Transliteration C: prosirmosmenos Beta Code: proshrmosme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A fittingly, Hsch. s.v. ἀραρῶσαι.

Greek (Liddell-Scott)

προσηρμοσμένως: ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με τρόπο που αρμόζει, καθώς πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσηρμοσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. του προσαρμόζω.