προσωποειδής: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(6_8)
 
(35)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσωποειδής''': -ές, ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς [[πρόσωπον]] ἢ πρὸς ἄνθρωπον, Τζέτζ. Ἐξηγ. Ἰλ. σ. 70, 20.
|lstext='''προσωποειδής''': -ές, ὁ, [[ὅμοιος]] πρὸς [[πρόσωπον]] ἢ πρὸς ἄνθρωπον, Τζέτζ. Ἐξηγ. Ἰλ. σ. 70, 20.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που μοιάζει με [[πρόσωπο]], με άνθρωπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπο]](<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

προσωποειδής: -ές, ὁ, ὅμοιος πρὸς πρόσωπον ἢ πρὸς ἄνθρωπον, Τζέτζ. Ἐξηγ. Ἰλ. σ. 70, 20.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που μοιάζει με πρόσωπο, με άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο(ν) + -ειδής].