πρόφανσις: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(Bailly1_4)
(35)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />recommandation.<br />'''Étymologie:''' [[προφαίνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />recommandation.<br />'''Étymologie:''' [[προφαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-άνσεως, ἡ, ΜΑ [[προφαίνω]]<br />[[υπόδειξη]] εκ τών προτέρων, [[οδηγία]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πρόφανσις: -εως, ἡ, ἀντὶ πρόφασις, Σοφ. Τρ. 262, ἐξ εἰκασίας τοῦ Δινδ., ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, πρβλ. καὶ Εὐστ. Πονημ. 96. 18.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
recommandation.
Étymologie: προφαίνω.

Greek Monolingual

-άνσεως, ἡ, ΜΑ προφαίνω
υπόδειξη εκ τών προτέρων, οδηγία.