πτεροφύτευτος: Difference between revisions

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
(6_18)
 
(35)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτεροφύτευτος''': -ον, ὁ πεφυτευμένος μὲ πτερά, [[κῆπος]] πτ., ἐπὶ τοῦ ταῶ, Μανασσ. Χρον. 264.
|lstext='''πτεροφύτευτος''': -ον, ὁ πεφυτευμένος μὲ πτερά, [[κῆπος]] πτ., ἐπὶ τοῦ ταῶ, Μανασσ. Χρον. 264.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει να [[είναι]] [[γεμάτος]] με φτερά<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για το [[παγώνι]]) αυτός που έχει πλούσιο [[φτέρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]] <span style="color: red;">+</span> [[φυτευτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φυτεύω]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πτεροφύτευτος: -ον, ὁ πεφυτευμένος μὲ πτερά, κῆπος πτ., ἐπὶ τοῦ ταῶ, Μανασσ. Χρον. 264.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που μοιάζει να είναι γεμάτος με φτερά
2. (κυρίως για το παγώνι) αυτός που έχει πλούσιο φτέρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φυτευτός (< φυτεύω)].