πτεροφύτευτος

From LSJ

ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source

Greek (Liddell-Scott)

πτεροφύτευτος: -ον, ὁ πεφυτευμένος μὲ πτερά, κῆπος πτ., ἐπὶ τοῦ ταῶ, Μανασσ. Χρον. 264.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που μοιάζει να είναι γεμάτος με φτερά
2. (κυρίως για το παγώνι) αυτός που έχει πλούσιο φτέρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + φυτευτός (< φυτεύω)].