ῥύπασμα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(6_21)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥύπασμα''': τό, [[ῥύπος]], [[ἀκαθαρσία]], [[μίασμα]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 247D· - ὑποκορ. ῥυπάσμιον· τό, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 655.
|lstext='''ῥύπασμα''': τό, [[ῥύπος]], [[ἀκαθαρσία]], [[μίασμα]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 247D· - ὑποκορ. ῥυπάσμιον· τό, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 655.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[ῥύπασμα]], ΝΜΑ [[ῥυπαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ρυπία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ρύπος]], [[ακαθαρσία]].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύπασμα Medium diacritics: ῥύπασμα Low diacritics: ρύπασμα Capitals: ΡΥΠΑΣΜΑ
Transliteration A: rhýpasma Transliteration B: rhypasma Transliteration C: rypasma Beta Code: r(u/pasma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A dirt, filth, pollution, Apollon.Lex. s.v. λύματα: but ῥῠπασμός, ὁ, is f.l. in Eust.1849.12.

German (Pape)

[Seite 852] τό, Beschmutzung, Befleckung, Schmutz, Hast. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπασμα: τό, ῥύπος, ἀκαθαρσία, μίασμα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 247D· - ὑποκορ. ῥυπάσμιον· τό, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 655.

Greek Monolingual

το / ῥύπασμα, ΝΜΑ ῥυπαίνω
νεοελλ.
ιατρ. ρυπία
μσν.-αρχ.
ρύπος, ακαθαρσία.