σαβαῖ: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(6_23)
(36)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαβαῖ''': κραυγὴ τῶν βακχευόντων, ὡς τὰ [[εὐαί]], [[εὐοῖ]], Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 10.
|lstext='''σαβαῖ''': κραυγὴ τῶν βακχευόντων, ὡς τὰ [[εὐαί]], [[εὐοῖ]], Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 10.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κραυγή]] τών βακχευομένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σαβ</i>-<i>άζω</i> (Ι) «[[συμμετέχω]] στην [[εορτή]] του Σαβαζίου ή Βάκχου», [[κατά]] το [[επιφώνημα]] <i>εὐαῑ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰβαῖ Medium diacritics: σαβαῖ Low diacritics: σαβαί Capitals: ΣΑΒΑΙ
Transliteration A: sabaî Transliteration B: sabai Transliteration C: savai Beta Code: sabai=

English (LSJ)

a Bacchanalian cry,

   A like εὐαί, εὐοῖ, Eup.84.

Greek (Liddell-Scott)

σαβαῖ: κραυγὴ τῶν βακχευόντων, ὡς τὰ εὐαί, εὐοῖ, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 10.

Greek Monolingual

Α
κραυγή τών βακχευομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαβ-άζω (Ι) «συμμετέχω στην εορτή του Σαβαζίου ή Βάκχου», κατά το επιφώνημα εὐαῑ].