σαρκελάφεια: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
(6_1) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαρκελάφεια''': (ἐξυπακ. σῦκα) τά, [[εἶδος]] σύκων οἱονεὶ ὁμοίων πρὸς σάρκας ἐλάφου, Ἀθήν. 78Α. | |lstext='''σαρκελάφεια''': (ἐξυπακ. σῦκα) τά, [[εἶδος]] σύκων οἱονεὶ ὁμοίων πρὸς σάρκας ἐλάφου, Ἀθήν. 78Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὰ, Α<br />[[είδος]] σύκων που έμοιαζαν με [[σάρκα]] ελαφιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἔλαφος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
[λᾰ] (sc. σῦκα), τά,
A venison-figs, a kind so called, Ath.3.78a.
German (Pape)
[Seite 863] σῦκα, eine Feigenart, Ath. III, 78 a, wie Hirschfleisch (?).
Greek (Liddell-Scott)
σαρκελάφεια: (ἐξυπακ. σῦκα) τά, εἶδος σύκων οἱονεὶ ὁμοίων πρὸς σάρκας ἐλάφου, Ἀθήν. 78Α.
Greek Monolingual
τὰ, Α
είδος σύκων που έμοιαζαν με σάρκα ελαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ἔλαφος + κατάλ. -ειος].