σιμαύχην: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6_6)
 
(37)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑμαύχην''': -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλάγιον, λοξὸν αὐχένα, ἀμφίβ. παρὰ Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 669.
|lstext='''σῑμαύχην''': -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλάγιον, λοξὸν αὐχένα, ἀμφίβ. παρὰ Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 669.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Μ<br />αυτός που έχει πλάγιο, λοξό αυχένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιμός]] «[[κυρτός]]» <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μακρ</i>-<i>αύχην</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σῑμαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλάγιον, λοξὸν αὐχένα, ἀμφίβ. παρὰ Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 669.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Μ
αυτός που έχει πλάγιο, λοξό αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «κυρτός» + αὐχήν, -ένος (πρβλ. μακρ-αύχην)].