σιμαύχην

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143

Greek (Liddell-Scott)

σῑμαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλάγιον, λοξὸν αὐχένα, ἀμφίβ. παρὰ Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 669.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Μ
αυτός που έχει πλάγιο, λοξό αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «κυρτός» + αὐχήν, -ένος (πρβλ. μακραύχην)].