σκαληνής: Difference between revisions

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
(6_7)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰληνής''': -ές, = [[σκαληνός]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 4, Φυσ. 4. 14, 11 (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. σκαληνόν).
|lstext='''σκᾰληνής''': -ές, = [[σκαληνός]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 4, Φυσ. 4. 14, 11 (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. σκαληνόν).
}}
{{grml
|mltxt=-ες, Α<br />[[σκαληνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[σκαληνός]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰληνής Medium diacritics: σκαληνής Low diacritics: σκαληνής Capitals: ΣΚΑΛΗΝΗΣ
Transliteration A: skalēnḗs Transliteration B: skalēnēs Transliteration C: skalinis Beta Code: skalhnh/s

English (LSJ)

ές,= σκαληνός, Arist.AP0.74a27, Ph.224a5 (in both places with

   A v.l. σκαληνόν).

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰληνής: -ές, = σκαληνός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 4, Φυσ. 4. 14, 11 (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρ. γραφ. σκαληνόν).

Greek Monolingual

-ες, Α
σκαληνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκαληνός, κατά τα σιγμόληκτα].