σκληρόφρων: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_18)
 
(37)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληρόφρων''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν νοῦν ἢ ψυχήν, [[σκληρογνώμων]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 926.
|lstext='''σκληρόφρων''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν νοῦν ἢ ψυχήν, [[σκληρογνώμων]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 926.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[σκληρόκαρδος]], [[άσπλαχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόφρων: -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν νοῦν ἢ ψυχήν, σκληρογνώμων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 926.

Greek Monolingual

-ον, Α
σκληρόκαρδος, άσπλαχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].