σμογερόν: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(6_4)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμογερόν''': «σκληρόν. ἐπίβουλον. μοχθηρὸν» Ἡσύχ.
|lstext='''σμογερόν''': «σκληρόν. ἐπίβουλον. μοχθηρὸν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σμυγερός]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμογερόν Medium diacritics: σμογερόν Low diacritics: σμογερόν Capitals: ΣΜΟΓΕΡΟΝ
Transliteration A: smogerón Transliteration B: smogeron Transliteration C: smogeron Beta Code: smogero/n

English (LSJ)

σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν, Hsch. σμοιός, ά, όν, Hdn.Gr.1.109;

   A σμοιῷ προσώπῳ Anon. (fort. A.Ag.639, ubi στυγνῷ) ap.Hsch.; and σμοῖος, α, ον, Theognost.Can.49,= σκυθρωπός; as pr.n., Ar.Ec.846; also μοῖος and σμυός, Hsch. σμοκορδοῦν· τὸ σχηματίζεσθαι τὰς γυναῖκας, Id. σμοκόρδους· τοὺς τὰς ὀφρῦς ἐγκοίλους ἔχοντας, Id. σμορδοῦν· συνουσιάζειν, Id. σμόρδωνες, = πόσθωνες, Id. σμόω,= σμώγω, EM721.22, An.Ox.2.407.

Greek (Liddell-Scott)

σμογερόν: «σκληρόν. ἐπίβουλον. μοχθηρὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σμυγερός.