σπάλαθρον: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(6_21) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπάλαθρον''': τό, ἴδε σκάλευθρον. | |lstext='''σπάλαθρον''': τό, ἴδε σκάλευθρον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σπάλαυθρον]] και [[σπαύλαθρον]], τὸ, Α<br />[[εργαλείο]] με το οποίο ανασκάλευαν τη [[φωτιά]] για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. <i>qaratoro</i>. To χειλοϋπερωικό -<i>q</i>- του <i>qaratoro</i> και το χειλικό -<i>π</i>- του τ. [[σπάλαθρον]] αποκλείουν τη [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σκαλεύω]] «[[ανακινώ]], [[ανασκαλεύω]]», η οποία σημασιολογικά θα φαινόταν πολύ πιθανή. Σύμφωνα με μια [[άποψη]], ο τ. συνδέεται με τη λ. [[σπάλαξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[ασπάλακας]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A v. σκάλευθρον.
German (Pape)
[Seite 916] τό, = σκάλευθρον, Poll. 7, 22.
Greek (Liddell-Scott)
σπάλαθρον: τό, ἴδε σκάλευθρον.
Greek Monolingual
και σπάλαυθρον και σπαύλαθρον, τὸ, Α
εργαλείο με το οποίο ανασκάλευαν τη φωτιά για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. qaratoro. To χειλοϋπερωικό -q- του qaratoro και το χειλικό -π- του τ. σπάλαθρον αποκλείουν τη σύνδεση της λ. με το ρ. σκαλεύω «ανακινώ, ανασκαλεύω», η οποία σημασιολογικά θα φαινόταν πολύ πιθανή. Σύμφωνα με μια άποψη, ο τ. συνδέεται με τη λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας)].