σπάθισμα: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(6_21)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπάθισμα''': τό, = [[σπαδόνισμα]], Ἡσύχ.
|lstext='''σπάθισμα''': τό, = [[σπαδόνισμα]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ίσματος, τὸ, Α [[σπαθίζω]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σπαδόνισμα]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰθισμα Medium diacritics: σπάθισμα Low diacritics: σπάθισμα Capitals: ΣΠΑΘΙΣΜΑ
Transliteration A: spáthisma Transliteration B: spathisma Transliteration C: spathisma Beta Code: spa/qisma

English (LSJ)

ατος, τό,= σπαδόνισμα, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σπάθισμα: τό, = σπαδόνισμα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίσματος, τὸ, Α σπαθίζω
(κατά τον Ησύχ.) σπαδόνισμα.