στάφος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(6_3)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στάφος''': «[[σκάφος]]. [[λεκάνη]]» Ἡσύχ.
|lstext='''στάφος''': «[[σκάφος]]. [[λεκάνη]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκάφος]], [[λεκάνη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. πιθ. [[αντί]] [[σκάφος]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάφος Medium diacritics: στάφος Low diacritics: στάφος Capitals: ΣΤΑΦΟΣ
Transliteration A: stáphos Transliteration B: staphos Transliteration C: stafos Beta Code: sta/fos

English (LSJ)

σκάφος, λεκάνη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στάφος: «σκάφος. λεκάνη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκάφος, λεκάνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί σκάφος.