στεγανόπους: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
(6_15)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεγᾰνόπους''': -οδος, ὁ, ἡ, ὁ καλύπτων ἑαυτὸν διὰ τῶν ποδῶν του, Ἀλκμὰν 56 (Welck.)· πρβλ. σκιάποδες. ΙΙ. ὁ ἔχων πόδας στεγανοὺς ἢ διὰ μεμβράνης ἡνωμένους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν, ἀντίθετον τῷ [[σχιζόπους]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 3., 8. 3. 15, κ. ἀλλ.· τὰ στεγανόποδα ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 8, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· πρβλ. [[στεγνός]].
|lstext='''στεγᾰνόπους''': -οδος, ὁ, ἡ, ὁ καλύπτων ἑαυτὸν διὰ τῶν ποδῶν του, Ἀλκμὰν 56 (Welck.)· πρβλ. σκιάποδες. ΙΙ. ὁ ἔχων πόδας στεγανοὺς ἢ διὰ μεμβράνης ἡνωμένους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν, ἀντίθετον τῷ [[σχιζόπους]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 3., 8. 3. 15, κ. ἀλλ.· τὰ στεγανόποδα ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 8, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· πρβλ. [[στεγνός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ<br />(για πτηνά, [[αμφίβια]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του ενωμένα με νηκτική μεμβράνη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καλύπτει τον εαυτό του με τα πόδια του, που κρύβεται [[πίσω]] απ' τα πόδια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεγανός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγᾰνόπους Medium diacritics: στεγανόπους Low diacritics: στεγανόπους Capitals: ΣΤΕΓΑΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: steganópous Transliteration B: steganopous Transliteration C: steganopous Beta Code: stegano/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A covering oneself with one's feet, Alcm. 118.    II web-footed, opp. σχιζόπους, Arist.HA504a7, 593a27, al.; τὰ στεγανόποδα Id.PA692b24, al.

German (Pape)

[Seite 932] π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die σκιάποδες, Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Thiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, Ggstz σχιζόπους.

Greek (Liddell-Scott)

στεγᾰνόπους: -οδος, ὁ, ἡ, ὁ καλύπτων ἑαυτὸν διὰ τῶν ποδῶν του, Ἀλκμὰν 56 (Welck.)· πρβλ. σκιάποδες. ΙΙ. ὁ ἔχων πόδας στεγανοὺς ἢ διὰ μεμβράνης ἡνωμένους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν, ἀντίθετον τῷ σχιζόπους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 3., 8. 3. 15, κ. ἀλλ.· τὰ στεγανόποδα ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 8, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· πρβλ. στεγνός.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ
(για πτηνά, αμφίβια κ.λπ.) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του ενωμένα με νηκτική μεμβράνη
αρχ.
αυτός που καλύπτει τον εαυτό του με τα πόδια του, που κρύβεται πίσω απ' τα πόδια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγανός + πούς, ποδός].