στεπτικός: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
(38) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=steptiko/s | |Beta Code=steptiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">for crowning</b>: <b class="b3">στεπτικόν, τό</b>, payment by magistrates <b class="b2">for the crown</b> of office, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1413.4</span>, al. (iii A.D.); cf. <b class="b3">στέμμα, στέφανος</b>.</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">for crowning</b>: <b class="b3">στεπτικόν, τό</b>, payment by magistrates <b class="b2">for the crown</b> of office, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1413.4</span>, al. (iii A.D.); cf. <b class="b3">στέμμα, στέφανος</b>.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στέφω]]<br /><b>1.</b> [[στεπτήριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στεπτικόν</i><br />χρήματα τα οποία οι άρχοντες κατέβαλλαν στους βασιλείς ως [[αντίτιμο]] για το [[αξίωμα]] που κατείχαν. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A for crowning: στεπτικόν, τό, payment by magistrates for the crown of office, POxy.1413.4, al. (iii A.D.); cf. στέμμα, στέφανος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α στέφω
1. στεπτήριος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεπτικόν
χρήματα τα οποία οι άρχοντες κατέβαλλαν στους βασιλείς ως αντίτιμο για το αξίωμα που κατείχαν.