στρογγυλεύω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(a)
 
(38)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] = [[στρογγυλαίνω]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] = [[στρογγυλαίνω]], Sp.
}}
{{grml
|mltxt=Ν [[στρογγυλός]]<br />(ως μτβ. και ως αμτβ.)<br /><b>1.</b> [[στρογγυλαίνω]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] ακέραιο έναν αριθμό ή ένα [[ποσό]] παραλείποντας τις μονάδες ή τα κλάσματά του.
}}
}}

Latest revision as of 12:32, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 955] = στρογγυλαίνω, Sp.

Greek Monolingual

Ν στρογγυλός
(ως μτβ. και ως αμτβ.)
1. στρογγυλαίνω
2. κάνω ακέραιο έναν αριθμό ή ένα ποσό παραλείποντας τις μονάδες ή τα κλάσματά του.