συμβία: Difference between revisions

From LSJ

Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß

Menander, Monostichoi, 374
(6_10)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβία''': ἡ, ἐν μεταγενεστ. ἐπιγρ. ἀντὶ [[σύμβιος]] (ἡ), ἡ [[σύζυγος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 5870, 8767, 9297, ἴδε [[σύμβιος]].
|lstext='''συμβία''': ἡ, ἐν μεταγενεστ. ἐπιγρ. ἀντὶ [[σύμβιος]] (ἡ), ἡ [[σύζυγος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 5870, 8767, 9297, ἴδε [[σύμβιος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />η [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. [[σύμβιος]]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβία Medium diacritics: συμβία Low diacritics: συμβία Capitals: ΣΥΜΒΙΑ
Transliteration A: symbía Transliteration B: symbia Transliteration C: symvia Beta Code: sumbi/a

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, late word for σύμβιος (ἡ),

   A wife, PLond.3.978.19 (iv A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

συμβία: ἡ, ἐν μεταγενεστ. ἐπιγρ. ἀντὶ σύμβιος (ἡ), ἡ σύζυγος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5870, 8767, 9297, ἴδε σύμβιος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
η σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. σύμβιος].