συμπλάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(6_22)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπλάζομαι''': τῷ ἑπομ., Σοφ. Ἀποσπ. 342 (Δινδ., τὰ Ἀντίγραφα Διον. τοῦ Ἁλ. ἔχουσι συνοπάζεται), Νικήτ. Χρον. 24C.
|lstext='''συμπλάζομαι''': τῷ ἑπομ., Σοφ. Ἀποσπ. 342 (Δινδ., τὰ Ἀντίγραφα Διον. τοῦ Ἁλ. ἔχουσι συνοπάζεται), Νικήτ. Χρον. 24C.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />συμπλανῶμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλάζω]] «περιπλανιέμαι»].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλάζομαι Medium diacritics: συμπλάζομαι Low diacritics: συμπλάζομαι Capitals: ΣΥΜΠΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: symplázomai Transliteration B: symplazomai Transliteration C: symplazomai Beta Code: sumpla/zomai

English (LSJ)

f.l. in S.Fr.373.5 for συνοπάζεται.

German (Pape)

[Seite 987] (s. πλάζομαι), = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλάζομαι: τῷ ἑπομ., Σοφ. Ἀποσπ. 342 (Δινδ., τὰ Ἀντίγραφα Διον. τοῦ Ἁλ. ἔχουσι συνοπάζεται), Νικήτ. Χρον. 24C.

Greek Monolingual

ΜΑ
συμπλανῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλάζω «περιπλανιέμαι»].