συνεργής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(6_7) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεργής''': -ές, ὁ μετά τινος ἐργαζόμενος, συνεργὲς εὐλόγως γενόμενον Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδομ. σ. 125. | |lstext='''συνεργής''': -ές, ὁ μετά τινος ἐργαζόμενος, συνεργὲς εὐλόγως γενόμενον Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδομ. σ. 125. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />[[συνεργατικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>εργής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A working with, co-operating, Aristeas 242. Adv., -γῶς ἔχειν εἴς τι Phld.Oec. p.19 J.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργής: -ές, ὁ μετά τινος ἐργαζόμενος, συνεργὲς εὐλόγως γενόμενον Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδομ. σ. 125.
Greek Monolingual
-ές, Α
συνεργατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. εὐ-εργής].