συνεργής

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεργής Medium diacritics: συνεργής Low diacritics: συνεργής Capitals: ΣΥΝΕΡΓΗΣ
Transliteration A: synergḗs Transliteration B: synergēs Transliteration C: synergis Beta Code: sunergh/s

English (LSJ)

συνεργές, working with, co-operating, Aristeas 242. Adv., -γῶς ἔχειν εἴς τι Phld.Oec. p.19 J.

Greek (Liddell-Scott)

συνεργής: -ές, ὁ μετά τινος ἐργαζόμενος, συνεργὲς εὐλόγως γενόμενον Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδομ. σ. 125.

Greek Monolingual

-ές, Α
συνεργατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. εὐεργής].