συκοφαντώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκοφαντώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς συκοφάντην, Λυσί. Ἀποσπ. 2. 1, Διόδ. 15. 40. | |lstext='''σῡκοφαντώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς συκοφάντην, Λυσί. Ἀποσπ. 2. 1, Διόδ. 15. 40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[συκοφάντης]]<br />[[συκοφαντικός]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, Α [[συκοφάντης]]<br />[[συκοφαντικός]]. | |mltxt=-ῶδες, Α [[συκοφάντης]]<br />[[συκοφαντικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,=
A συκοφαντικός δίκη Lys.Fr.1.1 (Comp.); κρίσεις D.S.15.40; κατηγορία Mitteis Chr. 68.19 (i A.D.); οἱ Ἀττικοὶ σ. Dicaearch.1.4.
German (Pape)
[Seite 974] ες, sykophantenähnlich, -artig, D. Sic. 15, 40.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφαντώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς συκοφάντην, Λυσί. Ἀποσπ. 2. 1, Διόδ. 15. 40.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α συκοφάντης
συκοφαντικός.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α συκοφάντης
συκοφαντικός.