Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμπονώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν [[πονώ]]<br />[[συναισθάνομαι]] τον πόνο κάποιου άλλου, [[συμπάσχω]] με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε [[κανείς]] να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιάζω]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν πονώ
συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)
αρχ.
κοπιάζω μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

συμπονῶ, -έω, ΝΜΑ και συμπονάω Ν πονώ
συναισθάνομαι τον πόνο κάποιου άλλου, συμπάσχω με κάποιον (α. «δεν βρέθηκε κανείς να τήν συμπονέσει» β. «συμπονῶν καὶ συναλγῶν τοῑς κακοπαθοῡσι», Πλούτ)
αρχ.
κοπιάζω μαζί με άλλον.