συμπένθερος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(39)
(39)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπένθερος''': ἢ συμπενθερός, ὁ πατὴρ τοῦ συζύγου ἐν σχέσει πρὸς τὸν πατέρα τῆς συζύγου, [[οὕτως]] ὁ πατὴρ τοῦ ἀνδρός καὶ ὁ πατὴρ τῆς γυναικὸς [[εἶναι]] συμπένθεροι πρὸς ἀλλήλους, Κ. Πορφυρ. περὶ Θεμάτ. 20, 16, Τὰ Μετὰ Θεοφάν. 372, 16. κλπ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 173.
|lstext='''συμπένθερος''': ἢ συμπενθερός, ὁ πατὴρ τοῦ συζύγου ἐν σχέσει πρὸς τὸν πατέρα τῆς συζύγου, [[οὕτως]] ὁ πατὴρ τοῦ ἀνδρός καὶ ὁ πατὴρ τῆς γυναικὸς [[εἶναι]] συμπένθεροι πρὸς ἀλλήλους, Κ. Πορφυρ. περὶ Θεμάτ. 20, 16, Τὰ Μετὰ Θεοφάν. 372, 16. κλπ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 173.
}}
{{grml
|mltxt=και συμπενθερός, ὁ, θηλ. [[συμπενθέρα]] και συμπενθερά, Μ<br /><b>βλ.</b> [[συμπέθερος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και συμπενθερός, ὁ, θηλ. [[συμπενθέρα]] και συμπενθερά, Μ<br /><b>βλ.</b> [[συμπέθερος]].
|mltxt=και συμπενθερός, ὁ, θηλ. [[συμπενθέρα]] και συμπενθερά, Μ<br /><b>βλ.</b> [[συμπέθερος]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

συμπένθερος: ἢ συμπενθερός, ὁ πατὴρ τοῦ συζύγου ἐν σχέσει πρὸς τὸν πατέρα τῆς συζύγου, οὕτως ὁ πατὴρ τοῦ ἀνδρός καὶ ὁ πατὴρ τῆς γυναικὸς εἶναι συμπένθεροι πρὸς ἀλλήλους, Κ. Πορφυρ. περὶ Θεμάτ. 20, 16, Τὰ Μετὰ Θεοφάν. 372, 16. κλπ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 173.

Greek Monolingual

και συμπενθερός, ὁ, θηλ. συμπενθέρα και συμπενθερά, Μ
βλ. συμπέθερος.

Greek Monolingual

και συμπενθερός, ὁ, θηλ. συμπενθέρα και συμπενθερά, Μ
βλ. συμπέθερος.