συμφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[φαίνω]]<br /><b>μέσ.</b> [[συμφαίνομαι]]<br />εμφανίζομαι ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λάμπω]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[φαίνω]]<br /><b>μέσ.</b> [[συμφαίνομαι]]<br />εμφανίζομαι ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λάμπω]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=ΜΑ [[φαίνω]]<br /><b>μέσ.</b> [[συμφαίνομαι]]<br />εμφανίζομαι ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λάμπω]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

ΜΑ φαίνω
μέσ. συμφαίνομαι
εμφανίζομαι ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
μσν.
λάμπω μαζί με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

ΜΑ φαίνω
μέσ. συμφαίνομαι
εμφανίζομαι ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
μσν.
λάμπω μαζί με κάποιον άλλο.