συνεπιθυμητής: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιθῡμητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνεπιθυμῶν, ὁ τὸ αὐτὸ ἐπιθυμῶν, [[συνεραστής]], Πλάτ. Κλειτοφ. 480D.
|lstext='''συνεπιθῡμητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνεπιθυμῶν, ὁ τὸ αὐτὸ ἐπιθυμῶν, [[συνεραστής]], Πλάτ. Κλειτοφ. 480D.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνεπιθυμῶ]]<br />αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον [[άλλο]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[συνεπιθυμῶ]]<br />αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=ὁ, Α [[συνεπιθυμῶ]]<br />αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιθῡμητής Medium diacritics: συνεπιθυμητής Low diacritics: συνεπιθυμητής Capitals: ΣΥΝΕΠΙΘΥΜΗΤΗΣ
Transliteration A: synepithymētḗs Transliteration B: synepithymētēs Transliteration C: synepithymitis Beta Code: sunepiqumhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one of the same desires, Pl.Clit.408c.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιθῡμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συνεπιθυμῶν, ὁ τὸ αὐτὸ ἐπιθυμῶν, συνεραστής, Πλάτ. Κλειτοφ. 480D.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεπιθυμῶ
αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεπιθυμῶ
αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον άλλο.