συριγγίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_12)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡριγγίς''': -ίδος, ἡ, ὁμοία πρὸς σύριγγα, [[κασία]] Γαλην. Ἀντιδ. 1. 14.
|lstext='''σῡριγγίς''': -ίδος, ἡ, ὁμοία πρὸς σύριγγα, [[κασία]] Γαλην. Ἀντιδ. 1. 14.
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />αυτή που [[είναι]] όμοια με [[σύριγγα]] («συριγγὶς [[κασία]]», Ανδρόμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦριγξ]], <i>σύριγγος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡριγγίς Medium diacritics: συριγγίς Low diacritics: συριγγίς Capitals: ΣΥΡΙΓΓΙΣ
Transliteration A: syringís Transliteration B: syringis Transliteration C: syriggis Beta Code: suriggi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A like a pipe, κασία, i.e. quill-cassia, Androm. ap. Gal. 14.73.

Greek (Liddell-Scott)

σῡριγγίς: -ίδος, ἡ, ὁμοία πρὸς σύριγγα, κασία Γαλην. Ἀντιδ. 1. 14.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
αυτή που είναι όμοια με σύριγγα («συριγγὶς κασία», Ανδρόμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].