χρέμω: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(c1)
 
(46)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1371.png Seite 1371]] ungebr. Stammform von [[χρεμέθω]], [[χρεμίζω]], [[χρεμετίζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1371.png Seite 1371]] ungebr. Stammform von [[χρεμέθω]], [[χρεμίζω]], [[χρεμετίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) [[χρεμετίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμάρτυρος τ. ενεστ., ο [[οποίος]] θεωρείται ως [[πρωτόθετος]] τ. της οικογένειας του ρ. [[χρεμετίζω]] (<b>βλ. λ.</b> [[χρεμετίζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1371] ungebr. Stammform von χρεμέθω, χρεμίζω, χρεμετίζω.

Greek Monolingual

Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) χρεμετίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., ο οποίος θεωρείται ως πρωτόθετος τ. της οικογένειας του ρ. χρεμετίζω (βλ. λ. χρεμετίζω)].