χρέμω

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

German (Pape)

[Seite 1371] ungebr. Stammform von χρεμέθω, χρεμίζω, χρεμετίζω.

Greek Monolingual

Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) χρεμετίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., ο οποίος θεωρείται ως πρωτόθετος τ. της οικογένειας του ρ. χρεμετίζω (βλ. λ. χρεμετίζω)].