ὑπερανάστης: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(6_19) |
(43) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερανάστης''': -ου, ὁ, = [[μετανάστης]]. «[[ὑπερανάστης]]· [[μετανάστης]], [[μεταβάτης]]» Ἡσύχ., Φώτ. ἐν λέξ. - Ἀδόκιμος [[λέξις]] κατὰ Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198. | |lstext='''ὑπερανάστης''': -ου, ὁ, = [[μετανάστης]]. «[[ὑπερανάστης]]· [[μετανάστης]], [[μεταβάτης]]» Ἡσύχ., Φώτ. ἐν λέξ. - Ἀδόκιμος [[λέξις]] κατὰ Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[μετανάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ναίω]] «[[κατοικώ]]), <b>βλ.</b> και λ. [[μετανάστης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = μετανάστης, Hsch., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερανάστης: -ου, ὁ, = μετανάστης. «ὑπερανάστης· μετανάστης, μεταβάτης» Ἡσύχ., Φώτ. ἐν λέξ. - Ἀδόκιμος λέξις κατὰ Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο μετανάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + νάστης (< ναίω «κατοικώ), βλ. και λ. μετανάστης.