τρυγαβόλιον: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_21)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῠγᾱβόλιον''': τό, [[τόπος]] πρὸς διατήρησιν ξηρῶν ὀπωρῶν, «τρυγαβόλια· εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο» Ἡσύχ.
|lstext='''τρῠγᾱβόλιον''': τό, [[τόπος]] πρὸς διατήρησιν ξηρῶν ὀπωρῶν, «τρυγαβόλια· εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ<br />[[τρυγηβόλιον]], τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[αποθήκη]] διατήρησης ξηρών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύγη]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλιον]] (<span style="color: red;"><</span> -[[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιτο</i>-[[βόλιον]] (για τη σημ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[τρυγώ]])].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγᾱβόλιον: τό, τόπος πρὸς διατήρησιν ξηρῶν ὀπωρῶν, «τρυγαβόλια· εἰς ἃ καρποὺς ξηροὺς ἀπετίθεντο» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και δ. γρφ
τρυγηβόλιον, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αποθήκη διατήρησης ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -βόλιον (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. σιτο-βόλιον (για τη σημ. της λ. βλ. λ. τρυγώ)].