τρυφάλη: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6_9)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῠφάλη''': ἡ, = [[τρυφάλεια]], «[[τρυφάλη]]· περικεφαλαία, [[τρεῖς]] ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους» Ἡσύχ.
|lstext='''τρῠφάλη''': ἡ, = [[τρυφάλεια]], «[[τρυφάλη]]· περικεφαλαία, [[τρεῖς]] ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[περικεφαλαία]], τρεῑς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[τρυφάλεια]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυφάλη Medium diacritics: τρυφάλη Low diacritics: τρυφάλη Capitals: ΤΡΥΦΑΛΗ
Transliteration A: tryphálē Transliteration B: tryphalē Transliteration C: tryfali Beta Code: trufa/lh

English (LSJ)

περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους, Hsch. τρυφαλίς,

   A v. τροφαλίς.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφάλη: ἡ, = τρυφάλεια, «τρυφάλη· περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «περικεφαλαία, τρεῑς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τρυφάλεια, κατά τα θηλ. σε -η].