χειμωνόθεν: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(6_7)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειμωνόθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ χειμῶνος ἢ ἐκ τρικυμίας, ἐς δὲ γαληναίην [[χειμωνόθεν]] Ἄρατ. 995.
|lstext='''χειμωνόθεν''': Ἐπίρρ., ἐκ χειμῶνος ἢ ἐκ τρικυμίας, ἐς δὲ γαληναίην [[χειμωνόθεν]] Ἄρατ. 995.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b> [[κατά]] τη [[διάρκεια]] θυελλώδους καιρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμών]], -<i>ῶνος</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοτό</i>-<i>θεν</i>, <i>ποντό</i>-<i>θεν</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμωνόθεν Medium diacritics: χειμωνόθεν Low diacritics: χειμωνόθεν Capitals: ΧΕΙΜΩΝΟΘΕΝ
Transliteration A: cheimōnóthen Transliteration B: cheimōnothen Transliteration C: cheimonothen Beta Code: xeimwno/qen

English (LSJ)

Adv.

   A in a storm, Arat.995.

German (Pape)

[Seite 1343] adv., aus od. von dem Winter, Arat. 995.

Greek (Liddell-Scott)

χειμωνόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ χειμῶνος ἢ ἐκ τρικυμίας, ἐς δὲ γαληναίην χειμωνόθεν Ἄρατ. 995.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) επίρρ. κατά τη διάρκεια θυελλώδους καιρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμών, -ῶνος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. νοτό-θεν, ποντό-θεν)].